- πιμπλᾷ
- πιμπλάωpres subj mp 2nd sgπιμπλάωpres ind mp 2nd sg (epic)πιμπλάωpres subj act 3rd sgπιμπλάωpres ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πίμπλα — πίμπλᾱ , πίμπλημι fill pres imperat mp 2nd sg (doric aeolic) πίμπλημι fill pres imperat act 2nd sg πίμπλᾱ , πιμπλάω pres imperat act 2nd sg πίμπλᾱ , πιμπλάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πίμπλα — Πόλη της μακεδόνικης Πιερίας, όπου λατρεύονταν οι Μούσες, που ονομάζονταν Πιμπληίδες ή Πιμπληιάδες. Η Π. λεγόταν και Πίμπλεια. Λέγεται ότι και ο Ορφέας έζησε εκεί. Με αυτό το όνομα αναφερόταν επίσης ένα όρος και μια κρήνη, καθώς και ιερά των… … Dictionary of Greek
πιμπλάς — πιμπλά̱ς , πίμπλημι fill pres part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμπλαμένων — πίμπλημι fill pres part mp fem gen pl πίμπλημι fill pres part mp masc/neut gen pl πιμπλᾱμένων , πιμπλάω pres part mp fem gen pl (doric aeolic) πιμπλᾱμένων , πιμπλάω pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμπλάμεναι — πίμπλημι fill pres part mp fem nom/voc pl πίμπλημι fill pres inf act (epic) πιμπλά̱μεναι , πιμπλάω pres part mp fem nom/voc pl (doric aeolic) πιμπλά̱μεναι , πιμπλάω pres inf act (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμπλάμενον — πίμπλημι fill pres part mp masc acc sg πίμπλημι fill pres part mp neut nom/voc/acc sg πιμπλά̱μενον , πιμπλάω pres part mp masc acc sg (doric aeolic) πιμπλά̱μενον , πιμπλάω pres part mp neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμπλάντων — πίμπλημι fill pres part act masc/neut gen pl πίμπλημι fill pres imperat act 3rd pl πιμπλά̱ντων , πιμπλάω pres part act masc/neut gen pl (doric aeolic) πιμπλά̱ντων , πιμπλάω pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πιμπληϊάς — άδος και Πιμπληΐς, ίδος, ή, Α αυτή που ανήκει στην Πίμπλεια ή κατοικεί σ αυτήν («Πιμπληϊὰς κούρη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πίμπλεια / Πίμπλα, μακεδόνική πόλη στην Πιερία, λατρευτικό κέντρο τών Μουσών + επίθημα άς / ίς] … Dictionary of Greek
πιμπλαμένου — πίμπλημι fill pres part mp masc/neut gen sg πιμπλᾱμένου , πιμπλάω pres part mp masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιμπλαμένους — πίμπλημι fill pres part mp masc acc pl πιμπλᾱμένους , πιμπλάω pres part mp masc acc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)